ιδρωτοποιός
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
-ό (Α ἱδρωτοποιός, -όν)
αυτός που προκαλεί ιδρώτα («ιδρωτοποιοί αδένες» — μικροί απλοί σωληνοειδείς αδένες του σώματος τών θηλαστικών που παράγουν και εκκρίνουν ιδρώτα).
-ό (Α ἱδρωτοποιός, -όν)
αυτός που προκαλεί ιδρώτα («ιδρωτοποιοί αδένες» — μικροί απλοί σωληνοειδείς αδένες του σώματος τών θηλαστικών που παράγουν και εκκρίνουν ιδρώτα).