Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
ἱδρώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που ιδρώνει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, -ώτος + κατάλ. -ώδης].