ιερόμυρτος

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source

Greek Monolingual

ἱερόμυρτος, ἡ (Α)
το φυτό μυρσίνη η αγρία, μυρσίνη ἀγρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + μύρτος.