ικριόεις

From LSJ

Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 521

Greek Monolingual

ἰκριόεις, -εσσα, -εν (Α) ίκριον
(για τον σταυρό) αυτός που μοιάζει με ικρίωμα.