ιτός

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

ἰτός, -ή, -όν (Α)
διαβατός, βατός, πορευτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. -ι- του ρ. εἶμι + κατάλ. ρηματ. επιθ. -τος].