ιχθυήματα

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source

Greek Monolingual

ἰχθυήματα, τὰ (Α) ιχθύς
1. λέπια ψαριών
2. όσα μοιάζουν με λεπίδες, με λέπια («ἰχθυήματα λωτοῦ», Ιπποκρ.).