κάββαλε

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2 poét. avec sync. de καταβάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάββαλε ep. indic. aor. act. 3 sing. van καταβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

κάββᾰλε: эп. 3 л. sing. aor. 2 к καταβάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

κάββᾰλε: Ἐπικ. ἀντὶ κατέβαλε: ἀόρ. β΄ τοῦ καταβάλλω.

English (Autenrieth)

see καταβάλλω.

Greek Monotonic

κάββᾰλε: Επικ. αντί κατέβαλε, γʹ ενικ. αορ. βʹ του καταβάλλω.