κάμπινγκ

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

το
υπαίθρια έκταση, παραλιακή ή και στο εσωτερικό μιας περιοχής, συν. περιφραγμένη και εφοδιασμένη με εγκαταστάσεις φωτισμού, ύδρευσης και υγιεινής, για τη φιλοξενία ειδικής κατηγορίας τουριστών, κυρίως σε αντίσκηνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. camping].