κάππαρη
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Greek Monolingual
η (AM κάππαρις, -εως, Α και κάπαρις, Μ και κάππαρη, Α ιων. γεν. -ιος)
1. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας καππαρίδες, της τάξης καππαρώδη
2. οι διατηρημένοι σε άλμη ή ξίδι ανθοφόροι οφθαλμοί του ομώνυμου φυτού, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης].