κέων

From LSJ

ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth

Source

Greek Monotonic

κέων: μτχ. του κέω = κείω, βλ. αυτ.

Russian (Dvoretsky)

κέων: part. praes. к *κέω.