καβαλίνα

Greek Monolingual

η (Μ καβαλλῖνα και καβαλλίνα)
η κοπριά του αλόγου ή και άλλων υποζυγίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. επίθ. caballinus «αλογήσιος» (< λατ. caballus «ίππος»].