Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλογήσιος

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

Greek Monolingual

-ια, -ιο άλογο
του αλόγου, αυτός που ανήκει στο άλογο ή προέρχεται από αυτό, «αλογήσιο κρέας» — επίρρ. αλογήσια
όπως ταιριάζει σε άλογο.