καβαλλαρικός

English (LSJ)

ή, όν, of or for a horse, μύλος Edict.Diocl. 15.52; τάπης 19.22.

Greek Monolingual

καβαλλαρικός, -ή, -όν (AM, Μ και καβαλαρικός, -ή, -όν) καβαλλάριος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε άλογα «τὰ καβαλλαρικὰ θέματα», Θεοφ.)
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τo καβαλλαρικόν
οι ιππείς, το ιππικό
2. φρ. «καβαλαρικὸν ἀπὸ τρίτου» — φεουδαλικός φόρος ίσος με το 1/3 του εισοδήματος.