καβγατζής

Greek Monolingual

και καυγατζής, ο θηλ. καβγατζού
αυτός που καβγαδίζει συχνά, επιρρεπής στους καβγάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. επίθ. caνga-ci < caνga «καβγάς»].