καθαριώ

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324

Greek Monolingual

καθαριῶ, -όω (Α) καθαρός
(κυρίως το μέσ.) καθαριοῦμαι, -όομαι
εξαγνίζομαι, καθαίρομαι, καθαρίζομαι («ἐκαθαριώθησαν... ὑπὲρ χιόνα», ΠΔ).