καθαροάδολος
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
Greek Monolingual
καθαροάδολος, -ον (Μ)
αγνότατος, ανιδιοτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + άδολος].
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
καθαροάδολος, -ον (Μ)
αγνότατος, ανιδιοτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + άδολος].