καθῆστο

French (Bailly abrégé)

v. κάθημαι.

Russian (Dvoretsky)

καθῆστο: 3 л. sing. impf. к κάθημαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθῆστο indic. imperf. 3 sing. van κάθημαι.