κάθημαι

From LSJ

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθημαι Medium diacritics: κάθημαι Low diacritics: κάθημαι Capitals: ΚΑΘΗΜΑΙ
Transliteration A: káthēmai Transliteration B: kathēmai Transliteration C: kathimai Beta Code: ka/qhmai

English (LSJ)

Ion. κάτημαι, 2sg. κάθησαι (Ion.
A κάτ- Hdt.3.134) X.Cyr.3.1.6, prob.in Call.Sos.vi4, κάθῃ Hyp.Fr.115, Act.Ap.23.3, dub.l.in Com.Adesp.1203, (προκάθημαι) Them.Or.13.171a codd.; 3sg. κάθηται Ar.Lys. 597, Pl.Ap.35c, D.9.70, SIG987.26 (Chios, iv B.C.); Ion. 3pl. κατέαται Hdt.2.86; imper. κάθησο Il.2.191, E.IA627; κάθου Ar.Fr.620, Anaxandr.13, Men.1017, Alex.224; κάθουσο Sch.Theoc.11.42; 3sg. καθήσθω A.Pr.916; 3pl. καθήσθωσαν IG9(2).1109.38 (Thess.); subj. καθῶμαι, κάθῃ Cratin.277, καθῆται Ar.Eq.754; opt. καθοίμην Id.Ra.919, prob.in Id.Lys.149; inf. καθῆσθαι; part. καθήμενος: impf.ἐκαθήμην Ar. Ec.152, D.48.31, etc., ἐκάθητο h.Bacch.14, Ar.Av.510, Th.5.6, ἐκάθησθε Ar.Ach.638, ἐκάθηντο, Ion. ἐκατέατο v.l. in Hdt.3.144, 8.73; also without syllable augm. καθῆστο Il.1.569, E.Ba.1102, Ph.1467, Pl.R.328c, Is.6.19, καθῆτο D.18.169,217; Ion. κατῆστο Hdt.1.46, καθῆσθε D. 25.21 (with vv.ll.), καθῆντο Ar.Ec.302, v.l. in Th.5.58; Ep. καθήατο Il.11.76; Ion. κατέατο Hdt.3.144, 8.73, 9.90 (v.l. καθ-): the later fut. καθήσομαι LXX Le.8.35, Ev.Luc.22.30 is corrupt in E.Fr.960:—to be seated, sit, αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Il.2.191; κάθησ' ἑδραία E.Andr.266: freq. in part., πέτρῃ ἔπι προβλῆτι καθήμενος Il.16.407; ἐπ' ἀκτῆς κλαῖε καθήμενος Od.5.82; κ. οἶος ἐν Ἴδῃ Il.8.207; ἐν ἀγῶνι καθήμενοι 23.448; κλαῖον δ' ἐν λεχέεσσι καθήμενος Od.10.497; θύρῃσι καθήμενοι 17.530; ἐπὶ ταῖσι θύραις Ar.Nu.466; αὐτόθεν ἐκ δίφροιο καθήμενος = even from his seat as he sat there, Od.21.420; καθήμεθ' ἄκρων ἐκ πάγων S.Ant.411; ἐκ μέσου κατῆστο sat aloof, remained neutral, was on the fence Hdt.3.83, cf. 4.118,8.73; ἐν θρόνῳ καθήμενος Id.2.149; θρόνῳ καθήμενος E.El.315; κ. πρὸς τάφῳ Id.Hel.1084; πρὸς τὸ πῦρ καθήμενος Ar.V.773; ἐπὶ δίφρου καθήμενος Pl.R.328c; ἐπὶ τῶν ἵππων καθήμενοι X.Cyr.4.5.54; ἐπὶ τοῦ ἅρματος καθήμενος Act.Ap.8.28; ἐς τοὐργαστήριον Alciphr.3.27: c. acc. cogn., ἕδραν καθήμενος E.Heracl.55: c. acc. loci, sit on, ὀφρύην ib. 394.
2 especially of courts, councils, assemblies, etc., sit: οἱ καθήμενοι = the judges, the court, And.1.139, D.6.3, etc.; δικαστὰς οὐχ ὁρῶ καθημένους Ar.Nu.208; ὑμεῖς οἱ καθήμενοι = you who sit as judges, Th. 5.85; οὐκ ἐπὶ τούτῳ κ. ὁ δικαστής Pl.Ap.35c; κ. ὑπὲρ τῶν νόμων D.58.25; of the βουλή, And.1.43; βουλῆς περὶ τούτων καθημένης D.21.116; of an assembly, X.An.5.10.5; οἱ καθήμενοι = the spectators in a theatre, Hegesipp. 1.29.
3 sit still, sit quiet, ὕψι περ ἐν νεφέεσσι καθημένω Od. 16.264; σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καθήατο (for ἐκάθηντο) Il.11.76; ἐν πένθεϊ μεγάλῳ κατῆστο Hdt.1.46; μετὰ κόπον καθημένοις = rest after labour, S.Fr. 479.3: and, in bad sense, sit doing nothing, lie idle, Il.24.403, Hdt. 3.134; of an army, Id.9.56, Th.4.124; of a boat's crew, PCair.Zen. 107.6 (iii B.C.); οὐδὲν ποιοῦντες ἐνθάδε καθήμεθα, μέλλοντες ἀεί D.11.17, cf. 2.23, S.Fr.142.20, etc.; also, of an army, to have one's quarters, be encamped, περὶ τὰς Ἀχαρνάς Th.2.20, cf. 101; ἐχθρῶν ὑπ' αὐτοῖς τείχεσιν καθημένων E.Ph.752.
4 reside in a place, LXX Ne.11.6; λαὸς καθήμενος ἐν σκοτίᾳ Ev.Matt.4.16; settle, εἰς Σινώπην Muson.Fr. 9p.43H.
5 lead a sedentary, obscure life, ἐν σκότῳ καθήμενος Pi. O.1.83; ἔσω καθημένη A.Ch.919; αἱ βαναυσικαὶ (τέχναι) ἀναγκάζουσι καθῆσθαι X.Oec.4.2; to be engaged or be employed, especially in a sedentary business, ἐπ' αὐτῷ τούτῳ Hdt.2.86; καθημένους ἐπὶ τῇ τραπέζῃ, clerks in the bank, of bankers, D.49.42, cf. 45.33; ἐπ' ἐργαστηρίου Id.59.67; ἐπὶ τοῦ… ἰατρείου Aeschin.1.40; καθῆσθαι ἐν πόλει, opp. ζῆν ἐν χωρίῳ, Muson.Fr.11p.59H.
6 sit as a suppliant, ἐν Δελφοῖσι Hdt.5.63, cf. Orac.ib. 7.140.
7 of districts and countries, lie, χωρία ὁμοίως καθήμενα Thphr.HP8.8.7.
b to be low-lying, τὰ λεῖα καὶ καθήμενα Ael.VH 3.1, cf. NA16.12; πεδίον καθήμενον Him.Or.14.17; πόπανον… κ. δωδεκόμφαλον prob. flat in the middle, IG22.1367.
8 of a statue, to be placed, Pl.Smp.215b, Arist.Pol.1315b21.
9 of things, to be set or be placed, λαγῴοις ἐπ' ἀμύλῳ καθημένοις Telecl.32, cf. Pherecr.108.17; τὸ πηδάλιον κάθηται πλάγιον Arist.Mech.851a4, cf. ib.13.

German (Pape)

[Seite 1284] (s. ἧμαι), ion. κάτημαι; inf, καθῆσθαι; conj. κάθωμαι, Eur. I. A. 1177, καθώμεθα Hel. 1084, wie Dem. 4, 44, aber καθῆται Ar. Equitt. 751; opt. καθοίμην, Ar. Lys. 149 (v.l. καθήμεθα), καθοῖτο Ran. 919; Xen. Cyr. 5, 1, 7; Plat. Theag. 130 e; κάθῃ, = κάθησαι, Hyperid. bei B. A. 100, 32, vgl. Lob. zu Phryn. 360; imperf. ἐκαθήμην, auch καθῆστο, Eur. Bacch. 1102 u. Plat., καθῆντο Ar. Eccl. 302, καθῆσθε Dem. 25, 22, v.l. ἐκάθησθε, s. Poll. 3, 89; – sitzen, dasitzen, sich niederlassen; αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Il. 2, 191; ἀκέουσα καθῆστο, schweigend saß sie da, 1, 569; ἕκηλοι σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καθείατο 11, 76; πέτρῃ ἔπι προβλῆτι 16, 407; ἐπ' ἀκτῆς Od. 5, 82; ἐν λεχέεσσι 10, 497; behaglich sitzen, thronen, 16, 264; übh. sich wo aufhalten, bes. ruhig verweilen, βουσὶν ἐπ' ἀλλοτρίῃσι, bei fremden Ochsen, 20, 221; ἐν σκότῳ καθήμενος Pind. Ol. 1, 83; οὔτοι κάθησθε δωμάτων ἐφέστιοι ἐμῶν Aesch. Suppl. 360; προσπεσόντα βωμῷ καθῆσθαι τῷ Ποσειδῶνος Soph. O. C. 1160; καθήμεθ' ἄκρων ἐκ πάγων Ant. 407, wo ἐκ aus dem Zusammenhange klar ist, von dort aus spähend; ἕδραν Eur. Heracl. 55; θρόνῳ El. 315 (ἐν θρόνῳ Plat. Prot. 315 c, ἐπὶ δίφρου Rep. I, 328 c); ἀσπίδων ἔπι Phoen. 1476; πρὸς τὸ πῦρ Ar. Vesp. 773; ἐπὶ τῇ τραπέζῃ Dem. 49, 42; κατήμενος ἐν τῇ τάξι Her. 9, 72) bes. ruhig dasitzen, sich ruhig, müßig verhalten, ἔχων δύναμιν τοσαύτην κάτησαι 3, 134; ἐν πένθεϊ μεγάλῳ 1, 45; ἐβούλετο προϊέναι καὶ μὴ καθῆσθαι Thuc. 4, 124, wie Dem. vrbdt μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους, 4, 9; οὐδὲν ποιοῦντες ἐνθάδε καθήμεθα, μέλλοντες ἀεί 11, 17; sich lagern, καθημένου αὐτοῦ περὶ τούτους τοὺς χώρους Thuc. 2, 101, wie 2, 20, von einer Belagerung. – Es ist auch das eigtl. Wort von den zu Gericht sitzenden Richtern, Ar. Nubb. 208; οὐ γὰρ ἐπὶ τούτῳ κάθηται ὁ δικαστής Plat. Apol. 35 c, öfter; Aesch. 1, 162; οἱ καθήμενοι = σύνεδροι Thuc. 5, 85; die Zuschauer, Hegesipp. Ath. VII, 290 b. – Aufgestellt sein, stehen, οἱ Σειληνοὶ οἱ ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθήμενοι Plat. Conv. 215 a; ἀ νδριάντα ἐν τῇ ἀγορᾷ καθήμενον Arist. Pol. 5, 12; – gelegen sein, Ηλις ἡ Διὸς γείτων κάθηται Eur. bei Strab. VIII, 563. – Von Gegenden, niedrig liegen, Ael. V. H. 3, 1, χωρία H. A. 16, 12, v.l. καθειμένα.

French (Bailly abrégé)

impér. 2ᵉ sg. κάθησο (v. infra καθῆσο), sbj. καθῶμαι, opt. καθοίμην ou mieux καθῄμην, inf. καθῆσθαι, part. καθήμενος;
impf. ἐκαθήμην, d'ord. sans augm. à la 2ᵉ et 3ᵉ pers. du sg. καθῆσο, καθᾶτο ou καθῆστο, et du plur. καθῆσθε et καθῆντο;
I. être assis, demeurer : ἐπ' ἀκτῆς OD sur le rivage ; ἐφ' ἵππων XÉN à cheval ; ἐν θρόνῳ HDT sur un siège ; θύρῃσι OD à la porte ; ἐπὶ πέτρῃ IL sur un rocher ; siéger en parl. de juges : οἱ καθήμενοι THC les juges, la Cour ; en parl. d'une assemblée;
II. p. ext. demeurer à la même place, càd :
1 rester tranquille ; en mauv. part demeurer immobile, inactif, inerte;
2 être sédentaire, vivre d'une vie sédentaire;
3 être fixé, établi : ἐν Δέλφοισιν HDT à Delphes ; en parl. de statues être placé;
4 en parl. de pays être situé, particul. être bas.
Étymologie: κατά, ἧμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάθ-ημαι, Ion. κάτημαι zitten, meestal met prep. bep.; ook met acc.:; ἕδραν op een zetel Eur. Hcld. 55; ὀφρύην op een heuvel Eur. Hcld. 394; als smekeling:; ἐν Δελφοῖσι in Delfi zitten om te smeken Hdt. 5.63.1; gaan zitten:. κάθου ἐκ δεξιῶν μου neem plaats aan mijn rechterhand NT Mt. 22.44. zitting houden (van rechters, raden, vergaderingen):; οὐκ ἐπὶ τούτῳ κ. ὁ δικαστής daarvoor zit een rechter er niet Plat. Ap. 35c; ptc. subst.: οἱ καθήμενοι zij die zitting houden (d.w.z. de rechters) Thuc. 5.85; ἡμῶν καθημένων nu wij in vergadering bijeen zijn Xen. An. 6.2.5. een zittend bestaan leiden:; ἔσω καθῆσθαι binnen zitten (d.w.z. thuis blijven zitten) Aeschl. Ch. 919; pregn. stil zitten, zitten nietsen:. ἀσχαλόωσι γὰρ οἵδε καθήμενοι want zij zijn ontevreden dat zij maar moeten zitten nietsen Il. 24.403; ἐκ μέσου κατῆστο hij bleef neutraal Hdt. 3.83.3; ἔχων δύναμιν τοσαύτην κάτησαι met zo’n grote macht tot uw beschikking doet u niets Hdt. 3.134.1; προϊέναι... καὶ μὴ καθῆσθαι verder trekken... en niet inactief blijven Thuc. 4.124.4. i.h.b. van zittend werk zitten, aangesteld zijn:. εἰσὶ δὲ οἳ ἐπ’ αὐτῷ τούτῳ κατέαται er zijn mensen die hier speciaal voor zitten Hdt. 2.86.1. (ergens) zitten, liggen, staan, zich bevinden:; ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθήμενοι die in de ateliers van beeldhouwers staan Plat. Smp. 215b; milit. gelegerd zijn:; περὶ τὰς Ἀχαρνάς in de buurt van Acharnae Thuc. 2.20.3; wonen, verblijven:; ἐν μεγάροισιν in het paleis Od. 3.186; overdr.: κ. ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου wonen in het land en de schaduw van de dood NT Mt. 4.16.

Russian (Dvoretsky)

κάθημαι: ион. κάτημαι (κᾰ) (impf. ἐκαθήμην - 2 и 3 л. sing. καθῇσο и καθῆτο или καθῆστο, pl. καθῆσθε и καθῆντο; inf. καθῆσθαι; part. καθήμενος; conjct. ναθῶμαι; opt. καθοίμην или καθήμην)
1 садиться (παρὰ τὴν θάλασσαν NT; αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Hom.);
2 сидеть (ἐπὶ πέτρῃ Hom.; ἕδραν Eur.; πρὸς τὸ πῦρ Arph.; ἐφ᾽ ἵππων Xen.; θρόνῳ Eur. и ἐν θρόνῳ Her.; ἐπὶ δίφρου Plat.; ἐπὶ τῇ τραπέζῃ Dem.; ἐπάνω τοῦ λίθου NT): ἐκ τοῦ μέσου κ. Her. садиться в стороне (от спорящих сторон), т. е. оставаться нейтральным;
3 заседать: οἱ καθήμενοι Thuc., Arst. участники заседания; ἡμῶν ναθημένων Xen. пока мы (здесь) заседаем, т. е. на этом же нашем совещании или не откладывая вопроса;
4 оставаться, пребывать, находиться (ἐνὶ μεγάροισι Hom.; ἐν πένθεϊ μεγάλῳ Her.);
5 оставаться на месте, сидеть без дела (προϊέναι καὶ μὴ κ. Thuc.; ἔχων δύναμιν τοσαύτην κάτησαι Her.);
6 сидеть за работой, вести сидячий образ жизни (κ. καὶ σκιατραφεῖσθαι Xen.): οἳ ἐπ᾽ αὐτῷ τούτῳ κατέαται (= атт. κάθηνται) Her. те, которые сидят над этим, т. е. занимаются этим делом;
7 размещаться, располагаться (лагерем) (περὶ τὰς Ἀχαρνάς Thuc.);
8 выставляться, быть установленным (οἱ Σειληνοὶ οἱ ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθήμενοι Plat.);
9 находиться обитать, жить (ἐπὶ πρόσωπον τῆς γῆς, ἐν σκότει NT).

Greek (Liddell-Scott)

κάθημαι: Ἰων. κάτημαι· β΄ ἑνικ. κάθησαι Ἡρόδ., Ξεν., ἀλλὰ κάθῃ Ὑπερείδ. ἐν Α. Β. 100, 32, Κωμ. Ἀνώνυμ. 305· Ἰων. γ΄ πληθ. κατέαται Ἡρόδ. 2. 86· προστ. κάθητο Ἰλ., Εὐρ., συγκεκ. κάθου Ἀριστοφ. ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 2. 1190, Ἀναξανδρ. ἐν «Ζωγράφοις» 1, Α. Β. 100, 31, καθήσθω Αἰσχύλ. Πρ. 919. ὑποτακτ. κάθωμαι, κάθῃ Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 176, κάθηται Ἀριστοφ. Ἱππ. 754, εὐκτ. καθοίμην ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 919, Λυσ. 149, ἔνθα ἴδε Δινδ.· ἀπαρ. καθῆσθαι· μετοχ. καθήμενος: - παρατ. ἐκαθήμην Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 152, Δημ., κτλ.· ἐκάθητο Ὁμ. Ὕμν. 6. 14, Ἀριστ. Ὄρν. 510, Θουκ.· ἐκάθησθε Ἀριστοφ. Ἀχ. 638· ἐκάθηντο, Ἰων. ἐκατέατο Ἡρόδ.· ἀλλ’ ὡσαύτως ἄνευ συλλαβ. αὐξήσ., καθῆστο Ἰλ. Α. 569, Εὐρ. Βάκχ. 1102, Φοίν. 1466, Πλάτ., κτλ., ἢ καθῆτο Δημ. 285. 2., 300. 26· Ἰων. κατῆστο Ἡρόδ. 1. 45· καθῆσθε (ὁ ἐνεστ. εἶναι: κάθησθε) Δημ. 776. 7· καθῆντο Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 302, Θουκ., κλ., Ἐπικ. καθείατο Ἰλ. Λ. 76, Ἰων. κατέατο Ἡρόδ. - Οὗτοι εἶναι οἱ μόνοι χρόνοι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. (καὶ εἶναι πράγματι πρκμ. καὶ ὑπερσ. τοῦ καθέζομαι· πρβλ. ἧμαι): ὁ μέλλ. καθήσομαι (ὅστις δύναται νὰ ὑπάρχῃ παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ.) εἶναι ἀναμφιβόλως ἐσφαλμένος ἐν Εὐρ. Ἀδήλ. 77. Κάθημαι, κοιν. «κάθομαι», αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαοὺς Ἰλ. Β. 191· πέτρῃ ἐπὶ προβλῆτι καθήμενος ΙΙ. 407· ἀλλ’ ὅ γ’ ἐπ’ ἀκτῆς κλαῖε καθήμενος Ὀδ. Ε. 82· καθήμενος οἷος ἐν Ἴδῃ Ἰλ. Θ. 207· Ἀργεῖοι ἐν ἀγῶνι καθήμενοι εἰσορόωντο ἵππους Ψ. 448· κλαῖον δ’ ἐν λεχέεσσι καθήμενος Ὀδ. Κ. 497· θύρῃσι καθήμενοι Ρ. 530· (οὕτως ἐπὶ ταῖς θύραις Ἀριστοφ. Νεφ. 466)· αὐτόθεν ἐκ δίφροιο καθήμενος Ὀδ. Φ. 420· καθημεθ’ ἄκρων ἐκ πάγων (πρβλ. ἐκ Ι 6), Σοφ. Ἀντ. 411· ἀλλά, ἐκ τοῦ μέσου κατῆστο, ἀπεσύρθη ἐκ τοῦ μέσου καὶ ἐκάθισε μακράν, Ἡρόδ. 3. 83., 4. 118, 8. 73· ἐν θρόνῳ καθ. Εὐρ. Ἠλ. 315· καθ. πρὸς τάφῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1084· πρὸς τὸ πῦρ Ἀριστοφ. Σφ. 773· ἐπὶ δίφρον Πλάτ. Πολ. 328C. ἐφ’ ἵππων Ξεν. Κύρ. 4. 5, 54· ἐς τοὐργαστήριον Ἀλκίφρ. 3. 27: - μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἕδραν καθ. Εὐρ. Ἡρακλ. 55· οὕτω, καθῆσθαι ἑδραία ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 266· ἀλλὰ μετ’ αἰτ. τόπου, κάθημαι ἐπί τινος, ὀφρύην ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 394· πρβλ. καθίζω ΙΙ. 2) κάθημαι ἐν δικαστηρίῳ, συνεδριάζω, οἱ καθήμενοι, οἱ δικασταί, τὸ δικαστήριον, Ἀνδοκ. 18. 13, κτλ.· δικαστὰς οὐχ ὁρῶ καθημένους Ἀριστοφ. Νεφ. 208· ὑμεῖς οἱ καθήμενοι, σεῖς οἱ καθήμενοι ὡς δικασταί, Θουκ. 5. 85· οὐκ ἐπὶ τούτῳ καθ. ὁ δικαστὴς Πλάτ. Ἀπολ. 35C· κάθ. ὑπὲρ τῶν νόμων Δημ. 1329. 19· - ἐπὶ τῆς βουλῆς, Ἀνδοκ. 6. 42· βουλῆς περὶ τούτων καθημένης Δημ. 552. 16· ἐπὶ συνεδριαζόντων, ἡμῶν καθημένων πέμπειν πρὸς τὴν πόλιν κτλ. Ξεν. Ἀν. 5. 10, 5· οἱ ἐν θεάτρῳ θεαταί. Ἡγήσιππ. ἐν «’Αδελφοῖς» 1. 29. 3) ἁπλῶς, κάθημαι, Λατ. desidere, ὕψι περ ἐν νεφέεσσι καθημένῳ Ὀδ. Π. 264· σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καθείατο (ἀντὶ ἐκάθηντο) Ἰλ. Λ. 76· ἐν πένθεϊ μεγάλῳ κατῆστο Ἡρόδ. 1. 46· μετὰ κοπὴν καθημένοις, ἀναπαυομένοις μετὰ κόπον, Σοφ. Ἀποσπ. 380·-καὶ ἐπὶ κακῆς σημασ., κάθημαι ἀργός, ἀπραγῶ, Ἰλ. Ω. 403, Ἡρόδ. 3. 134· ἐπὶ στρατοῦ, Θουκ. 4. 124· οὐδὲν ποιοῦντες ἐνθάδε καθήμεθα, μέλλοντες ἀεὶ Δημ. 156. 28, πρβλ. 24. 20., 25. 10, κτλ.: ὡσαύτως ἐπὶ πολιορκοῦντος στρατεύματος, κάθημαιμένω ἐνώπιον θέσεώς τινος, Θουκ. 2. 20, πρβλ. 101· ἐχθρῶν ὑπ’ αὐτοῖς τείχεσιν καθημένων Εὐρ. Φοίν. 752. 4) ἄγω βίον «καθιστικόν», ἄσημον, ἐν σκότῳ καθήμενος Πινδ. Ο. 1. 133· πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 919· αἱ βαναυσικαὶ τέχναι ἀναγκάζουσι καθῆσθαι Ξεν. Οἰκ. 4, 2· ἀκολούθως, εἶμαι ἐνησχολημένος, ἐργάζομαι, ἰδίως εἰς «καθιστικὴν» ἐργασίαν, Ἡρόδ. 2. 86· κάθ. ἐπὶ τῇ τραπέζῃ, ἐπὶ τραπεζιτῶν, Δημ. 1196. 16, πρβλ. 1111. 28· ἐπ’ ἐργαστηρίου ὁ αὐτ. 1367. 26· ἐπὶ τοῦ... ἰατρείου Αἰσχίν. 6. 18. 5) διαμένω, ἐν Δελφοῖσιν κατήμενοι ἀνέπειθον τὴν Πυθίην χρήμασι Ἡρόδ. 5. 63· ἐπὶ τόπου, κεῖμαι, Λατ. subsidere, τῶν αὐτῶν χωρίων ἔνια σύνορα καὶ ὁμοίως καθήμενα κτλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 7, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1· χθαμαλός, ἐν τοῖς καθημένοις χωρίοις ὁ αὐτ. π. Ζ. 16. 12 (κ. ἀλλ. καθειμένοις). 6) ἐπὶ ἀγάλματος, εἶμαι τεθειμένος, κεῖμαι, φημὶ γὰρ δὴ ὁμοιότατον αὐτὸν εἶναι τοῖς σειληνοῖς τούτοις τοῖς ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθημένοις Πλάτ. Συμπ. 215Α, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 2. 7) ἐπὶ πραγμάτων, τοποθετοῦμαι, τίθεμαι, χαίρω λαγῴοις ἐπ’ ἀμύλῳ καθημένοις Τηλεκλείδ. ἐν «Στερροῖς» 2, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 17· τὸ πηδάλιον κ. πλάγιον Ἀριστ. Μηχαν. 5. 3, πρβλ. 5.

English (Autenrieth)

imp. κάθησο, ipf. καθῆστο, 3 pl. καθείατο: sit, especially of sitting quiet or inactive, ‘remaininganywhere, Il. 24.403, Il. 2.191, Il. 1.565, Od. 3.186.

English (Slater)

κάθημαι sit τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν; (O. 1.83)

Spanish

estar sentado

English (Strong)

from κατά; and hemai (to sit; akin to the base of ἑδραῖος); to sit down; figuratively, to remain, reside: dwell, sit (by, down).

English (Thayer)

(καθημέραν) equivalent to καθ' ἡμέραν, see ἡμέρα, 2, p. 278{a}.

Greek Monolingual

(AM κάθημαι)
βλ. κάθομαι.

Greek Monotonic

κάθημαι: Ιων. κατ-· βʹ ενικ. κάθησαι ή κάθῃ, σε Ιων. γʹ πληθ. κατέαται· προστ. κάθησο ή καθοῦ, γʹ ενικ. καθήσθω· ευκτ. καθοίμην, απαρ. καθῆσθαι, μτχ. καθήμενος, παρατ. ἐκαθήμην, Ιων. γʹ πληθ. ἐκατέατο· αλλά επίσης χωρίς συλλαβική αύξηση, καθῆστο ή καθῆτο· Ιων. κατῆστο, Επικ. γʹ πληθ. καθείατο, Ιων. κατέατο·
1. κάθομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. συνεδριάζω στο δικαστήριο, σε Αριστοφ.· οἱ καθήμενοι, οι δικαστές, το δικαστήριο, σε Θουκ. κ.λπ.
3. κάθομαι ακίνητος, κάθομαι ήσυχος, Λατ. desidere, σε Όμηρ., Ηρόδ.· με αρνητική σημασία, κάθομαι ή μένω άπραγος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
4. λέγεται για στράτευμα που πολιορκείται, κάθομαι ή παραμένω μπροστά από μία θέση, σε Ευρ., Θουκ.
5. διάγω καθιστική ζωή, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
6. λέγεται για ανθρώπους, εγκαθίσταμαι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

1. to be seated, Hom., etc.
2. to be seated in court, Ar.; οἱ καθήμενοι the judges, the court, Thuc., etc.
3. to sit still, sit quiet, Lat. desidere, Hom., Hdt.: in bad sense, to sit or lie idle, Il., etc.
4. of a besieging army, to sit down or lie before a place, Eur., Thuc.
5. to lead a sedentary life, Hdt., Aesch., etc.
6. of people, to be settled, Hdt.

Chinese

原文音譯:k£qhmai 卡特-誒買
詞類次數:動詞(89)
原文字根:向下-安頓妥 相當於: (יָשַׁב‎ / יָשׁוּב‎)
字義溯源:使坐下,坐,坐著,坐下,騎,住,住下,居住;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἧλος)X*=坐)組成;其中 (ἧλος)X*出自(ἑδραῖος)=坐定的),而 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)。這字意為:坐,坐下;也喻為:住,住下;有時也指坐寶座( 太26:64)。參讀 (καθέζομαι)同義字
同源字:1) (ἀνακαθίζω)坐起來 2) (ἐπικαθίζω)坐上 3) (καθά)照此 4) (καθέδρα)長椅 5) (καθέζομαι)就座 6) (κάθημαι)使坐下 7) (καθίζω)坐下 8) (παρακαθέζομαι / παρακαθίζω)靠近坐 9) (πρωτοκαθεδρία)首座 10) (συγκάθημαι)與人同坐 11) (περικαθίζω / συγκαθίζω)使之一同坐下
出現次數:總共(89);太(18);可(11);路(12);約(4);徒(6);林前(1);西(1);來(1);雅(2);啓(33)
譯字彙編
1) 坐(45) 太4:16; 太4:16; 太9:9; 太11:16; 太13:1; 太15:29; 太20:30; 太23:22; 太26:58; 太26:64; 太27:19; 太28:2; 可2:6; 可2:14; 可10:46; 可14:62; 可16:5; 路5:27; 路7:32; 路8:35; 路18:35; 路22:69; 約6:3; 徒3:10; 西3:1; 雅2:3; 啓4:2; 啓4:9; 啓4:10; 啓5:1; 啓5:7; 啓5:13; 啓6:4; 啓6:16; 啓7:10; 啓7:15; 啓11:16; 啓14:15; 啓14:16; 啓17:1; 啓17:9; 啓19:4; 啓19:11; 啓20:11; 啓21:5;
2) 坐著(16) 太24:3; 太26:69; 太27:61; 可3:32; 可3:34; 可5:15; 可13:3; 路10:13; 路22:56; 約2:14; 約9:8; 徒8:28; 徒14:8; 徒23:3; 啓4:4; 啓14:14;
3) 騎(9) 約12:15; 啓6:2; 啓6:5; 啓6:8; 啓9:17; 啓17:3; 啓19:18; 啓19:19; 啓19:21;
4) 你坐(6) 太22:44; 可12:36; 路20:42; 徒2:34; 來1:13; 雅2:3;
5) 坐下(2) 太13:2; 可4:1;
6) 坐著的(2) 徒2:2; 啓4:3;
7) 我⋯坐(1) 啓18:7;
8) 住(1) 啓14:6;
9) 坐⋯的人(1) 路1:79;
10) 所坐著的(1) 啓17:15;
11) 坐在(1) 路22:55;
12) 就坐(1) 太27:36;
13) 旁邊坐著(1) 路5:17;
14) 居住(1) 路21:35;
15) 旁邊坐著的(1) 林前14:30

Mantoulidis Etymological

(=κάθομαι). Ἀπό τό κατά + ἧμαι. Τό ἧμαι ἀπό ρίζα ἡσἀπ' ὅπου καί τά ἕζομαι, ἥσυχος καί ἀπό ρίζα ἡἀπ' ὅπου τά: ἥμερος καί οἱ ἄσιγμοι τύποι τοῦ ἧμαι.

Léxico de magia

estar sentado como acción de la divinidad sobre el loto σὲ καλῶ, τὸν μέγαν ἐν οὐρανῷ, ... ἐπὶ λωτῷ καθήμενος a ti te llamo, al grande del cielo, el que está sentado en el loto P II 103 P XII 88 sobre el cosmos εἴσελθε, φάνηθί μοι, κύριε, ... ὁ ἐπὶ τῆς τοῦ κόσμου κεφαλῆς καθήμενος ven, muéstrate a mí, señor, tú que estás sentado sobre la cabeza del cosmos P IV 1012 sobre el cielo ἐπικαλοῦμαί σε, ... τὸν καθήμενον ἐν τῷ πρώτῳ οὐρανῷ te invoco a ti, el que está sentado en el primer cielo P XXXV 2 P XXXV 3 P XXXV 4 P XXXV 5 P XXXV 6 sobre los polos εἴσελθε, φάνηθί μοι, κύριε, ... ὁ ἐντὸς τῶν ζʹ πόλων καθήμενος ven, muéstrate a mí, señor, el que está sentado dentro de los siete polos P IV 1026 sobre el mundo inferior ἐλθέ, Τυφῶν, ὁ ἐπὶ τὴν ὑπτίαν πύλην καθήμενος ven, Tifón, el que está sentado sobre la puerta (del mundo) inferior P XXXVI 4 P XXXVI 77 sobre el querubín ἐξορκίζω σε, ... ἐπὶ χερουβὶν καθήμενον te conjuro por el que está sentado sobre el querubín P VII 264 P VII 634 P XXXV 11 C 21 5 SM 19 21 sobre fuego ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ ἐν τῇ πυρίνῃ χλαμύδί καθημένου te conjuro por el que está sentado en un manto de fuego P XIV 8 SM 45 22 sobre la nieve ἐπικαλοῦμαί σε, ὁ καθήμενος ἐπὶ τοῦ χιόνος te invoco a ti, el que está sentado sobre la nieve P XXXV 7 sobre la tierra ἐπικαλοῦμαί σε μέσον μέρος ἀρούρης καθήμενον te invoco a ti, que estás sentado en el centro de la tierra P LXXVII 6 sobre el abismo ἐπικαλοῦμαί σε, ὁ καθήμενος ἐπὶ τῆς ἀβύσ<σ>ου te invoco a ti, que estás sentado en el abismo P XXXV 1 sobre varios lugares ἐπάκουσόν μοι, ... ὁ καθήμενος ἐπὶ ὄρους ἱεροῦ Σιναΐου ... ὁ καθήμενος ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ... ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν δρακοντείων θεῶν, ὁ θεός ὁ καθήμενος ἐπὶ τοῦ Ἡλίου Ἰάω escúchame, tú que estás sentado en el sagrado monte Sinaí, tú que estás sentado sobre el mar, tú que estás sentado sobre los dioses con aspecto de serpiente, el dios que está sentado sobre Helios Iao P XXIIb 10 como representación de un dios ἔχε μετὰ σεαυτοῦ δάκτυλον σιδηρο<ῦ>ν, ἐφ' ὃν γέγλυπται Ἁρποκράτης ἐπὶ λωτῷ καθήμενος ten un anillo de hierro, en el que esté grabado Harpócrates sentado sobre el loto P LXI 32

Translations

sit

Afrikaans: sit; Albanian: ulem; Arabic: جَلَسَ‎; Hijazi Arabic: جلس‎, قعد‎; Aramaic Syriac: ܝܬܒ‎; Armenian: նստել; Assamese: বহ; Asturian: sentar; Azerbaijani: oturmaq, əyləşmək; Bashkir: ултырыу; Basque: eseri; Belarusian: сядзець; Bengali: বসা; Biatah Bidayuh: guru; Bikol Central: tukaw; Bulgarian: седя; Burmese: ထိုင်; Buryat: һууха; Catalan: seure; Cebuano: linkod; Central Sierra Miwok: húŋ·e-; Cherokee: ᎤᏬᏝ; Chinese Cantonese: 坐; Dungan: зуә; Mandarin: 坐; Min Dong: 坐; Min Nan: 坐; Czech: sedět; Danish: sidde; Dolgan: олор; Dutch: zitten; Esperanto: sidi; Estonian: istuma; Even: тэгэ-; Evenki: тэгэ-; Faroese: sita; Finnish: istua; French: être assis, être assise, s'asseoir; Galician: sentar; Ge'ez: ነበረ; Georgian: ჯდომა; German: sitzen; Alemannic German: hocke; Gothic: 𐍃𐌹𐍄𐌰𐌽; Greek: κάθομαι; Ancient Greek: ἑδράζω, ἕζομαι, ἐφίζω, ἧμαι, θακέω, θακῶ, θάλπω, θάσσω, θαάσσω, θοάζω, θωκέω, ἱζάνω, ἵζω, καθέζομαι, κάθημαι, καθίζω, κάτημαι, κατίζω; Gujarati: બેસવું; Hawaiian: noho; Hebrew: יָשַׁב‎; Higaonon: pino-o; Hindi: बैठना, बैठा होना; Hungarian: ül; Icelandic: sitja; Ido: sidar; Ilocano: agtugaw; Inari Sami: čokkáđ; Indonesian: duduk; Interlingua: seder, esser sedite; Irish: suigh; Italian: sedere, essere seduto, sedersi; Japanese: 座る, 腰掛ける; Javanese: lungguh; Kalmyk: суух; Kannada: ಕುಳಿತುಕೊ; Kashubian: sedzec; Kazakh: отыру; Khmer: អង្គុយ; Korean: 앉다; Komi: пукавны; Kumyk: олтурмакъ; Kyrgyz: отуруу, олтуруу; Lao: ນັ່ງ; Latgalian: sēdēt; Latin: sedeo; Latvian: sēdēt; Lithuanian: sėdėti; Low German: sitten; Macedonian: седи; Malay: duduk; Maltese: qagħad; Manchu: ᡨᡝᠮᠪᡳ; Maori: noho; Marathi: बसणे; Mazanderani: هنیشتن‎; Mongolian: суух; Nanai: тэси-; Navajo: sédá; Ngarrindjeri: lewun; Norwegian: sitte; Occitan: sèire; Old Church Slavonic Cyrillic: сѣдѣти; Old Javanese: lungguh; Oriya: ବସିବା; Oromo: taa'uu; Ossetian: бадын; Persian: نشستن‎; Polish: siedzieć; Portuguese: estar sentado; Quechua: samay, tiyay, chukuy; Rapa Nui: noho; Romani: beśel; Romanian: ședea, așeza; Romansch: seser, esser tschentà; Russian: сидеть; Samoan: nofo; Sanskrit: सीदति; Serbo-Croatian Cyrillic: седети, сједјети, сједити; Roman: sedeti, sjedjeti, sjediti; Sinhalese: වාඩිවෙනවා; Skolt Sami: išttâd; Slovak: sedieť; Slovene: sedeti; Sorbian Lower Sorbian: sejźeś; Upper Sorbian: sedźeć; Spanish: sentarse, estar sentado; Sundanese: calik; Swahili: kukaa; Swedish: sitta; Sylheti: ꠛꠃꠣ; Tagalog: umupo; Tajik: нишастан; Tamil: உட்கார்; Tatar: утырырга; Telugu: కూర్చొను; Ternate: tego; Tetum: tuur; Thai: นั่ง; Turkish: oturmak; Turkmen: oturmak; Ugaritic: 𐎊𐎘𐎁; Ukrainian: сиді́ти, посидіти; Urdu: بیٹھنا‎, بیٹھا ہونا‎; Uzbek: oʻtirmoq; Vietnamese: ngồi; Waray-Waray: lingkod; Welsh: eistedd; West Frisian: sitte; Western Bukidnon Manobo: pinu'u; Yagnobi: нидак; Yakut: олор; Yiddish: זיצן‎; Zazaki: niştiş; Zealandic: zitte; ǃXóõ: tshûu sg, ǃʻáã