καινοδοξώ
From LSJ
τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
Greek Monolingual
καινοδοξῶ, -έω (Α) καινόδοξος
έχω καινούργιες δοξασίες, νέα σχέδια για κάτι.
τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
καινοδοξῶ, -έω (Α) καινόδοξος
έχω καινούργιες δοξασίες, νέα σχέδια για κάτι.