καινοδοξώ

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

καινοδοξῶ, -έω (Α) καινόδοξος
έχω καινούργιες δοξασίες, νέα σχέδια για κάτι.