κακοράβω

From LSJ

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source

Greek Monolingual

και κακορράβω
1. ράβω κάτι άσχημα, άτσαλα, ελαττωματικά
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) κακοραμμένος, -η, -ο
ραμμένος άσχημα, ελαττωματικά.