καλέμι

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source

Greek Monolingual

το
1. γραφίδα από ινδοκάλαμο με την οποία έγραφαν παλιότερα
2. μτφ. φρ. δυνατό καλέμι
δυνατός συγγραφέας, δυνατή πένα
3. εργαλείο εκκοπής, σμίλη, γλύφανο, που χρησιμοποιούν οι λιθοξόοι, ξυλογλύπτες, μαρμαρογλύπτες, ξυλουργοί κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalem < αραβ. kalam < κάλαμος].