καλέμι

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

το
1. γραφίδα από ινδοκάλαμο με την οποία έγραφαν παλιότερα
2. μτφ. φρ. δυνατό καλέμι
δυνατός συγγραφέας, δυνατή πένα
3. εργαλείο εκκοπής, σμίλη, γλύφανο, που χρησιμοποιούν οι λιθοξόοι, ξυλογλύπτες, μαρμαρογλύπτες, ξυλουργοί κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalem < αραβ. kalam < κάλαμος].