καλοκτένιστος

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314

Greek Monolingual

και καλοχτένιστος, -η, -ο
καλοκτένιστος)
αυτός που έχει περιποιημένη κόμη, καλοχτενισμένος.