καμπυλόρρινος

From LSJ

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ καμπυλόρρινος, -ον)
αυτός που έχει κυρτή, καμπουρωτή μύτη, γερακομύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καμπυλόρριν κατά τα επίθ. σε -ος].

German (Pape)

[ῑ], krummnasig, Sp.