καππέλλα

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source

Greek Monolingual

καππέλλα και καμπέλα και καπέλα, ἡ (Μ)
φόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gabelle].