Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
καραβιά
Greek Monolingual
η καράβι 1. η ποσότητα που μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει ένα καράβι 2.μεγάληποσότητα ενός πράγματος 3.μονάδα χοντρικού υπολογισμού μήκους με βάση το μήκος ενός καραβιού («βρισκόμαστε ώς πέντε καραβιές από τον μώλο»).