καραβοφάναρο

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

Greek Monolingual

το
ναυτ. πλοίο που χρησιμεύει ως πλωτός φανός, πυρσωρίδα.