ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
τοναυτ. πλοίο που χρησιμεύει ως πλωτός φανός, πυρσωρίδα.