καρδιαλγώ

From LSJ

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source

Greek Monolingual

καρδιαλγῶ, -έω (Α) καρδιαλγής
υποφέρω από πύρωση του στομάχου, από στομαχόπονο.