καρυοφυλλώδη

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source

Greek Monolingual

τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία ειδών.