καρύδα

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

η καρύδι
1. ο καρπός του κοκοφοίνικα
2. το καρύδι, ο καρπός της καρυδιάς.