κασσιτερούχος

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
αυτός που περιέχει κασσίτερο («κασσιτερούχο μέταλλο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίτερος + -οῦχος (< ἔχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνσταντίνο Κούμα].