καστανομάλλης
From LSJ
θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
Greek Monolingual
-α και -ού και -ούσα, -ικο
αυτός που έχει μαλλιά καστανού χρώματος.
θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
-α και -ού και -ούσα, -ικο
αυτός που έχει μαλλιά καστανού χρώματος.