κατάβηθι

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. épq. impér. ao.2 de καταβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

κατάβηθι: эп. 2 л. sing. imper. к καταβαίνω.