Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάκλυση

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564

Greek Monolingual

η (Α κατάκλυσις) κατακλύζω
νεοελλ.
ναυτ. η υπερπλήρωση διαμερίσματος πλοίου με νερό
αρχ.
το κλύσμα.