κατάκλυση
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
Greek Monolingual
η (Α κατάκλυσις) κατακλύζω
νεοελλ.
ναυτ. η υπερπλήρωση διαμερίσματος πλοίου με νερό
αρχ.
το κλύσμα.