υπερπλήρωση
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
η / ὑπερπλήρωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[ὑπερπληρῶ / -ώνω]]
υπερβολικό γέμισμα, παραγέμισμα.