υπερπλήρωση

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

Greek Monolingual

η / ὑπερπλήρωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[ὑπερπληρῶ / -ώνω]]
υπερβολικό γέμισμα, παραγέμισμα.