κατάλευσμα
From LSJ
θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
Greek (Liddell-Scott)
κατάλευσμα: λιθοβόλημα, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 6, 1181, ἔ. Kink.
Greek Monolingual
κατάλευσμα, τὸ (Α) καταλεύω (Ι)]
η κατάλευσις.