κατάφαση
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
Greek Monolingual
ἡ (AM κατάφασις) καταφάσκω
η ενέργεια του καταφάσκω, επιβεβαίωση, βεβαιωτική πρόταση, αποδοχή, συγκατάθεση, συναίνεση, επιδοκιμασία
αρχ.
βεβαιωτικό μόριο.