καταγορευτικός
English (LSJ)
καταγορευτική, καταγορευτικόν, declaratory, definitive, D.L.7.70; περὶ τῶν κ., title of work by Chrysippus, ib.190.
German (Pape)
[Seite 1343] ή, όν, bestimmt aussprechend, mit Hindeutung auf einen bestimmten Gegenstand, von κατηγορικός unterschieden, D. L. 7, 70. 190.
Russian (Dvoretsky)
κατᾰγορευτικός: филос. определительный Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
καταγορευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀποφαινόμενος ὡρισμένως περί τινος πράγματος, ὁριστικός, Διογ. Λ. 7. 70· περὶ τῶν καταγορευτικῶν, σύγγραμμά τι τοῦ Χρυσίππου, αὐτόθι 190.
Greek Monolingual
καταγορευτικός, -ή, -όν (Α) καταγορεύω
1. αυτός που αποφαίνεται οριστικά για κάποιο πράγμα
2. φρ. «Περὶ τῶν καταγορευτικῶν» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.