καταγορεύω
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
English (LSJ)
(aor. in use κατεῖπον, hence καταγορεύῃ should be restored for -εύσῃ in Ar.Pax107),
A tell, announce, τί τινι Ar.l.c.; cf. κατερῶ.
2 more freq. denounce, Th.4.68, 6.54; τι πρός τινα X.HG3.3.4.
II accuse, τινος Arist.Pol.1314a22, Ael.NA7.15.
III Pass., to be predicated, αἱ κατηγορίαι ὠνομάσθησαν ἀπὸ τοῦ -εύεσθαι Dexipp.in Cat.6.27.
German (Pape)
[Seite 1343] anzeigen, aussprechen gegen Einen; Ar. Pax 107; τὰς πανουργίας Vesp. 932; καταγορεύει τις τοῖς ἑτέροις τὸ ἐπιβούλευμα Thuc. 4, 68, vgl. 6, 54; πρὸς τοὺς ἐφόρους ἐπιβουλήν Xen. Hell. 3, 3, 5; = κατηγορέω, τινός, πρὸς τὸν ἄρχοντα Ael. H. A. 7, 15.
French (Bailly abrégé)
1 déclarer hautement : τί τινι ou πρός τινα qch à qqn;
2 accuser : τινος qqn.
Étymologie: κατά, ἀγορεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αγορεύω, aor. κατεῖπον bekend maken, verklappen, met acc. en dat.: καταγορεύει τις ξυνειδὼς τοῖς ἑτέροις τὸ ἐπιβούλευμα = iemand die op de hoogte was verklapt het plan aan de anderen Thuc. 4.68.6. beschuldigen, met gen. van pers.
Russian (Dvoretsky)
καταγορεύω:
1 объявлять, открывать (ἐρησόμενος ἐκεῖνον ὅ τι ποιεῖν βουλεύεται - Ἐὰν δὲ μή σοι καταγορεύσῃ; Arph.);
2 доносить, разоблачать (τὰς πανουργίας Arph.; τὸ ἐπιβούλευμά τινι Thuc.; ἐπιβουλὴν πρός τινα Xen.);
3 обвинять, выдавать (μήτε ἑαυτῶν μήτε τῶν ἄλλων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰγορεύω: (οὖ ὁ ἐν χρήσει ἀόρ. εἶναι κατεῖπον, ὥστε πιθ. διορθωτέον καταγορεύῃ ἀντὶ τοῦ -εύσῃ ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 107): ― ἀναγγέλω, τί τινι Ἀριστοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Θουκ. 4. 68., 6. 64· τι πρός τινα Ξεν Ἑλλ. 3. 3, 5. ΙΙ. = κατηγορέω, τινος Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 15, Αἰλ. π. Ζ. 7. 15.
Greek Monolingual
καταγορεύω, αόρ. β' κατεῖπον (Α)
1. ανακοινώνω, αναγγέλλω
2. παίρνω καταδικαστική απόφαση για κάποιον («κατηγορεύει τις πρὸς τοὺς ἐφόρους ἐπιβουλήν», Ξεν.)
3. κατηγορώ, καταγγέλλω («μὴ καταγορεύειν μήτε ἑαυτῶν μήτε τῶν ἄλλων», Αριστοτ.)
4. μιλώ με σαφήνεια («φέρε νῦν κατείπω τοῖς θεαταῖς τὸν λόγον», Αριστοφ.)
5. απαριθμώ
6. λέγω, διηγούμαι («οὐκ ὀκνήσω... πρός σε κατειπεῖν, ἐφ' οἶς ἐλύπησάν τινές με», Ισοκρ.)
7. παθ. καταγορεύομαι
απαγγέλλομαι («αἰ κατηγορίαι ὠνομάσθησαν ἀπὸ τοῦ καταγορεύεσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀγορεύω «ομιλώ»].
Greek Monotonic
κατᾰγορεύω: μέλ. -σω, αναγγέλλω, ανακοινώνω, τί τινι, σε Αριστοφ., Θουκ.· τι πρός τινα, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. σω
to denounce, τί τινι Ar., Thuc.; τι πρός τινα Xen.
Lexicon Thucydideum
denunciare, to make known, announce, 4.68.6, 6.54.3.