καταδαγκώνω

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source

Greek Monolingual

και καταδαγκάνω (Μ καταδαγκάνω και καταδαγκώνω)
δαγκώνω δυνατά ή πολλές φορές.