κατακλύω

English (LSJ)

[ῠ], hear of, θαῦμα S.Ichn.224 (v.l. κατήλυθεν Theonap. Sch.).

Greek Monolingual

κατακλύω (Α)
ακούω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κλύω «ακούω»].