καταλλήλως
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Russian (Dvoretsky)
καταλλήλως: друг о друге, взаимно: τὰ κ. λεγόμενα Arst. взаимно определяющиеся высказывания.