καταλληλότητα
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
Greek Monolingual
η (AM καταλληλότης) κατάλληλος
η ιδιότητα του κατάλληλου, η ύπαρξη τών απαραίτητων προσόντων ή ιδιοτήτων για κάτι
αρχ.
γραμμ. η ορθή διατύπωση.