καταλληλότητα
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
Greek Monolingual
η (AM καταλληλότης) κατάλληλος
η ιδιότητα του κατάλληλου, η ύπαρξη τών απαραίτητων προσόντων ή ιδιοτήτων για κάτι
αρχ.
γραμμ. η ορθή διατύπωση.