καταμονίη

English (LSJ)

ἡ, = καταμονή (remaining), only found in poet. form καμμονίη.

German (Pape)

[Seite 1364] ἡ, dasselbe, nur in der p. Form καμμονίη, s. oben.

Greek (Liddell-Scott)

καταμονίη: ἡ, = τῷ προηγ., ἡ ἐξ ἐπιμονῆς καὶ καρτερίας νίκη, εὕρηται μόνον ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ καμμονίη, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

καταμονίη, ἡ (Α) καταμένω
η καταμονή.