καμμονίη
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
English (LSJ)
ἡ, Ep. for καταμονή, steadfastness, endurance (ἡ ἐκ καταμονῆς νίκη Sch., cf. Plu.2.22c), steady courage, αἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς δώῃ καμμονίην Il.22.257, cf. 23.661, APl.4.221.4 (Theaet.).
German (Pape)
[Seite 1317] ἡ, ep. = καταμονή, Ausdauer im Kampf u. der dadurch errungene Sieg; Il. 22, 257. 23, 661; Theaet. Schol. 4 (Plan. 221).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
persévérance dans le combat ; victoire.
Étymologie: καταμένω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καμμονίη -ης, ἡ [καταμονή] volharding.
Russian (Dvoretsky)
καμμονίη: ἡ обеспечивающая победу непоколебимость, победоносная стойкость, тж. победа: αἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς δώῃ καμμονίην Hom. если Зевс дарует мне победу.
English (Autenrieth)
(καταμένω): steadfastness, endurance (meaning the victory won thereby), Il. 22.257, Il. 23.661.
Greek Monolingual
καμμονίη, ἡ (Α)
(επικ. τ. αντί καταμονή) η επιμονή στη μάχη και η νίκη που προέρχεται από την επιμονή αυτή («εἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς δώῃ καμμονίην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται είτε < καταμονίη (< κατάμονος < καταμένω), με αιολ. αποκοπή της προθέσεως (κατά) και αφομοίωση (ήτοι: καταμονίη > κατμονίη > καμμονίη
πρβλ. και καταβάλλω > κατβάλλω > καββάλλω) είτε < καμμονή (αντί του καταμονή < κατάμονος), με επίθημα -ίᾱ για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
καμμονίη: ἡ, Επικ. αντί καταμονή, η ανταμοιβή της επιμονής, αντοχής, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
καμμονίη: Ἐπικ. ἀντὶ καταμονή, ἑρμηνευόμ. ὑπὸ τοῦ Σχολ. «ἡ ἐκ καταμονῆς νίκη», εἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς δώῃ καμμονίην Ἰλ. Χ. 257, πρβλ. Ψ. 661, Ἀνθ. Πλαν. 4. 221.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: perseverance, succesful defence (Χ 257, Ψ 661, APl.; on the meaning Trümpy Fachausdrücke 201f.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: - With Aeolic treatment of the preposition for *καταμονίη, either as abstract to κατάμονος (hell.) or with metrically conditioned change of suffix for *καμμονή = καταμονή (hell.); to καταμένειν. - Cf. κάμμορος.
Middle Liddell
καμμονίη, ἡ, [epic for καταμονή
the reward of endurance, Il.
Frisk Etymology German
καμμονίη: {kammoníē}
Grammar: f.
Meaning: Ausdauer, siegreiche Abwehr (Χ 257, Ψ 661, APl.; zur Bed. Trümpy Fachausdrücke 201f.).
Etymology: Mit äolischer Behandlung der Präposition für *καταμονίη, u. zw. entweder als Abstraktbildung zu κατάμονος (hell.) oder mit metrisch bedingtem Suffixtausch für *καμμονή = καταμονή (hell.); zu καταμένειν. — Vgl. κάμμορος.
Page 1,772-773