καταναλωτός
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
Greek Monolingual
-ή, -ό καταναλίσκω
ο δεκτικός καταναλώσεως, αυτός που μπορεί να διατεθεί για κατανάλωση, ο καταναλώσιμος.
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
-ή, -ό καταναλίσκω
ο δεκτικός καταναλώσεως, αυτός που μπορεί να διατεθεί για κατανάλωση, ο καταναλώσιμος.