κατανάλωση
From LSJ
Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg
Greek Monolingual
η (Α κατανάλωσις) καταναλίσκω
δαπάνη, ξόδεμα («κατανάλωση χρημάτων»)
νεοελλ.
1. η χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση τών αναγκών τών μελών της κοινωνίας
2. η χρήση ενός αντικειμένου για κάποια ανάγκη ή η εξάντληση του αντικειμένου που επέρχεται από τη χρήση του («η κατανάλωση βενζίνης είναι μεγάλη γιατί ο κινητήρας είναι παλιός»)
3. (για εμπορεύματα) η πώληση («εν τη καταναλώσει το κέρδος»).