κατανάλωση

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343

Greek Monolingual

η (Α κατανάλωσις) καταναλίσκω
δαπάνη, ξόδεμακατανάλωση χρημάτων»)
νεοελλ.
1. η χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση τών αναγκών τών μελών της κοινωνίας
2. η χρήση ενός αντικειμένου για κάποια ανάγκη ή η εξάντληση του αντικειμένου που επέρχεται από τη χρήση του («η κατανάλωση βενζίνης είναι μεγάλη γιατί ο κινητήρας είναι παλιός»)
3. (για εμπορεύματα) η πώληση («εν τη καταναλώσει το κέρδος»).