κατασμικρίζω

English (LSJ)

disparage, depreciate, Arist.EN1163a14, Phld.Vit. p.37 J.

German (Pape)

[Seite 1379] = κατασμικρύνω, Arist. Eth. 8, 15.

French (Bailly abrégé)

c. κατασμικρύνω.
Étymologie: κατά, σμικρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σμικρίζω bagatelliseren.

Russian (Dvoretsky)

κατασμῑκρίζω: Arst. = κατασμικρύνω.

Greek Monolingual

κατασμικρίζω (Α)
υποτιμώ, υποβιβάζω, καταφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σμικρίζω «ψιλοκοσκινίζω»].

Greek Monotonic

κατασμῑκρίζω: μέλ. -σω, υποβιβάζω, υποτιμώ, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

κατασμῑκρίζω: κατασμικρύνω, ὑποβιβάζω, ὑποτιμῶ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8, 13, 10 (μετὰ διαφ. γραφ. κατασμικρύνω), Φιλόδ. ἐν Πτ. Ἡρακλ. 1. 22, Ὀξ.

Middle Liddell

fut. σω
to disparage, depreciate, Arist.