ψιλοκοσκινίζω

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

Ν
1. κοσκινίζω με ψιλό κόσκινοψιλοκοσκινίζω το αλεύρι)
2. μτφ. λεπτολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + κοσκινίζω.