καταφαμίζω
English (Slater)
καταφᾱμίζω declare c. acc. & inf. τὸ καὶ κατεφάμιξεν καλεῖσθαί μιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον (O. 6.56)
Russian (Dvoretsky)
καταφᾱμίζω: дор. Pind. = καταφημίζω.
καταφᾱμίζω declare c. acc. & inf. τὸ καὶ κατεφάμιξεν καλεῖσθαί μιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον (O. 6.56)
καταφᾱμίζω: дор. Pind. = καταφημίζω.