declare
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
make known, explain: P. and V. φαίνειν, ἐξηγεῖσθαι, ἑρμηνεύειν, συμβάλλειν, δηλοῦν, σημαίνειν (Plato), δεικνύναι, φράζειν, διειπεῖν (Plato), V. ἐκφράζειν, σαφηνίζειν (also Xen.).
express (an opinion): P. and V. ἀποφαίνεσθαι, P. ἀποδείκνυσθαι.
announce: P. and V. ἀγγέλλω, ἀγγέλλειν, ἀπαγγέλλω, ἀπαγγέλλειν, διαγγέλλειν, ἐξαγγέλλω, ἐξαγγέλλειν, ἐκφέρω, ἐκφέρειν, σημαίνειν, προσημαίνειν, V. προεννέπειν, γεγωνεῖν, γεγωνίσκειν, προφωνεῖν, ἐκβάζειν, Ar. and V. θροεῖν; see also proclaim, say.
narrate: P. and V. λέγω, λέγειν, ἐξηγεῖσθαι, διέρχεσθαι, ἐπεξέρχεσθαι, φράζειν, ἐξειπεῖν, Ar. and P. διηγεῖσθαι, διεξέρχεσθαι, V. ἐκφράζειν, πιφαύσκειν (Aesch.).
assert: P. and V. φάσκειν. φάναι, P. διατείνεσθαι, ἰσχυρίζεσθαι, διισχυρίζεσθαι, V. αὐχεῖν (rare P.), ἐξαυχεῖν.
declare as a witness: P. and V. μαρτυρεῖν.
declare for, take the side of: P. and V. προστίθεσθαι (dat.).
declare (war): P. προαγορεύειν (πόλεμον).
waiting to see on which side victory would declare itself: P. περιορώμενοι ὁποτέρων ἡ νίκη ἔσται (Thuc. 4, 73).